Που οι σύμμαχοί μας γκρέμισαν τα μισά του τα κάλλη
ενάντια στο φασισμό με το κοντό μουστάκι
έτυχε να βρεθώ και εγώ για χάρη της επιστήμης.
Κρύο το περίμενα σαν πόλη των βοριάδων
Μα έξον από την μπύρα του και τον κοφτό βοριά του
ζεστό το βρήκα – τι χαρά! – με τα τραπέζια έξω.
Με την κατάληψη την ξακουστή στο κέντρο μες της πόλης
όπου φρικιά μαζεύονται ζυγώνοντας φασίστες,
και με των πειρατών τη νεκροκεφαλή, ζωγραφιστή σε μαύρο
απανταχού παρούσα (σε μπυραρίες, σε μαγαζιά, σε κούπες, σε κιλίμια).
Με τα μπαράκια ολοζώντανα, στη γειτονιά της Σάντσε
και τ'άφτερ στο μετέπειτα, στη συνοικιά Σαν Πάολι
μέχρι πρωί γλεντούσανε – σιγά το πράμα, ξημερώνει στις τρεισήμισι
Αλλά και συνεχίζαν.
Έφαγα τσιζ στο βετζετάριαν, μαζί με συναδέλφους
ήπιαμε μπύρα Μπεκς στο 73 του κεντρικού του δρόμου.
Και από τα ψηλά του λιμανιού, σε εστιατόριο λάουντζ
είδαμε το λιμάνι του – πάλε ποτέ γιομάτο -
να το στοιχειώνουν οι γερανοί – βλέπεις υπάρχει κρίση.
Και στο σταθμό τον κεντρικό, τον Χάουπτμπανχοφ μέσα
είδα λογής περαστικούς γοργά να γυροφέρνουν
Στα νότια του οι κυριλέ, με τ'ακριβά τα στορς
και στο βορά του οι λούμπεν, πορνεία, μετανάστες. (εκεί βρήκα και ίντερνετ καφέ που το έψαχνα σε όλη την πόλη!)
Στη λίμνη του την ξακουστή στο μέσο της πόλης
δεν πήγα γιατί δεν προλάβαινα.
Και στην αγορά της Κυριακής, με ιστορία αιώνων
όπου τα ψάρια κρέμονται απ'τα τσιγκέλια πάνου
ή κείτονται νωχελικά στους πάγκους με τον πάγο
όπου οι Χαμπουργκερ καθώς και οι ταξιδιώτες
φρέσκια τροφή λαχταριστή βρίσκουν εδώ και αιώνες
κι έπειτα στα καφέ της γειτονιάς χαζολογούν και χαίρουν
ούτε εκεί πήγα γιατί έφυγα το Σαββάτο.
Θάρθει καιρός όμως και γω που θα ξαναγυρίσω
χωρίς συνέδρια και πάουερ πόιντ, να μένω και μέσα στην πόλη (γιατί το ξενοδοχείο ήτανε στου διόλου τη μάνα)
ν'αράξω και εγώ βρε αδερφέ και να το φχαριστηθώ.