2.3.12

Παρελειπόμενα Θεσσαλονίκης 1

Με λεωφορείο συνήθως. Μια δυο φορές με αυτοκίνητο, με τα έργα από κάποια στιγμή και μετά ήταν σαν να παίζεις σε ηλεκτρονικό παιχνίδι. Μια φορά η διαδρομή από την Κατερίνη μέχρι τη Θεσσαλονίκη γίνεται συνοδεία ρετσίνας. Στην επιστροφή στάση στα Τέμπη, νύχτα μέσα στην ομίχλη. Η Μ. δε θα το ξεχάσει ποτέ. Δέκα χρόνια μετά θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, αυτά τα πέντε, ίσως έξι χρόνια, κάθε φορές δέκα μέρες στην πόλη του Βορά. Εγώ πάλι όχι. Θυμάμαι τους χώρους, τα πρόσωπα λιγότερο. Το σπίτι συνήθως ήταν ένα διαμέρισμα δίπλα στην εκκλησία στην καμάρα. Τρεις άνδρες φοιτητές, ποτέ δεν ήταν όλοι στο σπίτι, ένα δωμάτιο έμενε άδειο. Μια καφέ μπανιέρα. Τις Κυριακές ο Π. μαγείρευε, σπιτικό φαγητό. Οι ταινίες μπορούσαν να περιμένουν. Μερικά χρόνια μετά, τους πρώτους μήνες στο Παρίσι, ξανασυναντώ τυχαία τον Π. Η Θεσσαλονίκη είναι μακριά και πλέον ζούμε στην ίδια πόλη. Δέκα μέρες τρέξιμο από την Καμάρα στους κινηματογράφους του φεστιβάλ, χαμένοι στα στενάκια της πόλης, πολύ πριν συγκεντρωθούν στην αποβάθρα.

Πέρα δώθε ολημερίς από την Αριστοτέλους στον Πύργο και πάλι πίσω. Ενδιάμεσα τα ουζερί πάνω από την Καμάρα, στην Άνω Πόλη, ο Ζύθος, το κουρδιστό γουρούνι, τα λουλουδάδικα. Το πρωί στο Ματζέστικ, αργότερα στο Νίκης και το Θερμαϊκό. Μπαρ μέσα σε παλιά κτίρια, ανεβαίνεις ξύλινες σκάλες για να ακούσεις τζαζ. Στα πάρτυ του φεστιβάλ στο Μύλο οι άνθρωποι φαίνονται μεγάλοι. Φέτος στην αποβάθρα φαίνονται μικροί. Μπουγάτσες, κρεμούλες, σούπες, σουτζουκάκια, μύδια, αν υπάρχει χρόνος βόλτα μέχρι το Δέλτα στη πλωτή ταβέρνα. Τρεις, τέσσερις, ενίοτε πέντε ταινίες την ημέρα. Δέκα χρόνια μετά, οι δέκα μέρες γίνονται 3. Μέσα σε τρεις μέρες και με ένα φεστιβάλ συγκεντρωμένο στην μία πλευρά της πόλης, ίσα που προλαβαίνω να πάω μέχρι την άκρη της παραλίας. Λίγος κόσμος, οι προσκλήσεις μειώθηκαν, μαζί τους και οι Αθηναίοι. Η ντεκαντανς του Ολύμπιον θυμίζει λίγο τα παλιά. Η Αποθήκη, μαζεύει τον ντόπιο πληθυσμό, τους φοιτητές και όλους αυτούς που ως αντίδοτο στη κρίση βλέπουν ταινίες. Ένα φιλί από κάποιον σχεδόν άγνωστο στην Αριστοτέλους ένα πρωί κάνει την προσγείωση στην Ελλάδα πολύ πιο ευχάριστη. Τα κορίτσια δε μένουν πια στη Ναυαρίνου και ο αδερφός της Μ. έχει προ πολλού επιστρέψει στην Αθήνα. Οι συγκάτοικοι της Καμάρας σίγουρα δεν είναι πλέον εκεί.

Κολλάω με τις φωτογραφίες του Στάβερη. Δεν είναι κανένας σπουδαίος φωτογράφος μου λένε πριν πάω να δω την έκθεση. Κι όμως, οι φωτογραφίες αυτές έχουν μια ανθρωπιά και ταυτόχρονα μια ειρωνεία που ίσως ξεφεύγουν από την τέχνη της φωτογραφίας, αλλά σίγουρα μπορούν να μιλήσουν. Ένα μεγάλο καράβι κρύβει τη θέα προς το Θερμαϊκό από τη τζαμαρία στο καφέ της έκθεσης. Κινηματογραφιστές σε ένα διάλειμμα, ανάμεσα σε ταινίες και πάρτυ, πίνουν τσαγάκι για να βγάλουν τις επόμενες μέρες. Το Παραδοσιακό στην Αριστοτέλους έχει υπέροχες μπουγάτσες. Το δωμάτιο στην Εγνατίας, τρία επί τρία το πολύ, βλέπει, δίνει σε ένα δένδρο, από πίσω ένα μεγάλο νεοκλασικό και τα φωτάκια της κεντρικής οδού. Δύο παλιοί γνώριμοι, πίσω από την μπαλκονόπορτα συζητάνε για νευρολογία. Οι φωτεινές ταινίες δεν είναι ικανές να προκαλέσουν κουβέντα. Τρεις ώρες μέχρι της επιστροφή. Οι άλλοι έχουν ήδη φύγει. Να πάω μια βόλτα. Το κρύο τσουχτερό, ίδιο με αυτό του Παρισιού, σε διαπερνά και οι βόλτες πάνε περίπατο. Τελευταίος καφές στον Θερμαικό. Έξω. Μέσα έχει βαβούρα, είναι απογευματινός καφές της Κυριακής. Εκείνο το κλαπμ κάτω από τις κερκίδες στο γήπεδο της Τούμπας, ένα βράδυ στην παραλία παρέα με ένα μπουκάλι βότκα, η πίτα που η Μ. θυμάται ότι έφτιαξα στον αδερφό της, το ρετιρέ του Χ. το κουκλίστικο σπίτι της Ε. το Λουξεμβούργο και το Τούριστ πριν ανακαινιστούν, το καφέ στη Διαγώνιο παρέα με το Πρώτο Πλάνο. Κάνει πολύ κρύο για βόλτα. Του χρόνου.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: