(όταν δεν υπάρχει Μπλάντυ Μαίρη υπάρχει Μπατίντα)
Ολο το χειμώνα το λέγαμε. Για την ακρίβεια από εκείνο το πρωινό, πέρυσι τέτοιες μέρες, που οδηγουσα το ξημερωμα από το Μαγγανάρη (ή όπως αλλιώς λέγεται) προς τον Εύδηλο και εσύ κοιμόσουν δίπλα. Και μετά μπήκα στο καράβι και είπα ότι θα ξανάρθω. Και δεν ήρθα γιατί με ρούφηξε το άλλο νησί. Και όταν πια ήταν σίγουρο ότι δε θα έρθω ούτε αυτό το καλοκαίρι, αρκέστηκα να σου πω «Θα είμαι όλη δική σου αυτό το χειμώνα στο Παρίσι» . Και όταν θα πιάσουν τα κρύα μπορεί να χορέψουμε ένα ικαριώτικο στα 30 τετραγωνικά, έτσι για να ζεσταθούμε.
Ολο το χειμώνα το λέγαμε. Για την ακρίβεια από εκείνο το πρωινό, πέρυσι τέτοιες μέρες, που οδηγουσα το ξημερωμα από το Μαγγανάρη (ή όπως αλλιώς λέγεται) προς τον Εύδηλο και εσύ κοιμόσουν δίπλα. Και μετά μπήκα στο καράβι και είπα ότι θα ξανάρθω. Και δεν ήρθα γιατί με ρούφηξε το άλλο νησί. Και όταν πια ήταν σίγουρο ότι δε θα έρθω ούτε αυτό το καλοκαίρι, αρκέστηκα να σου πω «Θα είμαι όλη δική σου αυτό το χειμώνα στο Παρίσι» . Και όταν θα πιάσουν τα κρύα μπορεί να χορέψουμε ένα ικαριώτικο στα 30 τετραγωνικά, έτσι για να ζεσταθούμε.
Πήγες και εσύ
εκεί, εσύ που ήθελα τόσο πολύ να βρεθούμε σε ένα καφενείο και όχι σε κάποιο
μπαρ της Αθήνας ανάμεσα σε πρότζεκτ, διαδακτορικά και εκλογές. Οταν
ετοιμαζόμουν να μπω στο καράβι για Κρήτη, το δικό σου καράβι ήταν δίπλα. Και
για μια στιγμή, σκέφτηκα να αλλάξω προορισμό, να σου πω, Τσα, εδώ είμαι και
εγώ. Στην άλλη Κρήτη, στην Κάννιγγος, μία εβδομάδα πριν, το σκεφτόμουν ακόμα.
Και εσύ ήσουν τόσο χαρούμενη με την εκλογή σου που προσπάθησα επιμελώς να κρύψω
τη δική μου μελαγχολία. Θα καθόμασταν στο καφενείο και θα μιλούσαμε για Ταύρους
και Τοξότες, άντε και για Δίδυμους, και αφού τα λύναμε αυτά ίσως ξαναπιάμε το
μέλλον των πόλεων.
***
Με σένα πάλι δεν
είναι η πρώτη φορά. Φταις και εσύ φταίω και εγώ, σε μια παραλία δεν έχουμε
βρεθει. Μου είπες "πάμε να αλητεύσουμε στην Μάνη", ήθελες να φύγουμε μετά από
τρεις μέρες, μπορούσα να φύγω τώρα, πήρα το καράβι για αλλού. Γύρισα μετά από
πέντε μέρες και μου είπες, έπρεπε να είχες έρθει μαζί μου. Πριν χρόνια
προσπαθησα να έρθω να σε βρω στο Μεξικό, στη Μαδαγασκάρη, τώρα εσύ θέλεις να
πας στη Σρι Λάνκα, κανείς όμως πλέον δε μπορεί. Καταφέραμε ομως τη Θεσσαλονίκη
το νοέμβρη, εκεί που γνωριστήκαμε πριν σχεδόν είκοσι χρόνια. Αλητεύσαμε
κουκουλωμένοι για να προστατευτούμε από το διαπεραστικό κρύο του βαρδάρη, αλλά
ακόμα δε πετάξαμε τα ρούχα σε μια παραλία.
***
Ειχε 42 βαθμούς
έξω όταν μου είπες να έρθω σπίτι σου να κανονίσουμε διακοπές. Ηρθε και ο άλλος.
Νόμιζα ότι είχες δροσερή βεράντα, άντε ένα κλιματιστικό. Καθήσαμε και οι τρεις
κάτω από τον ανεμιστήρα, εσείς βγάλατε τις μπλούζες, την έβγαλα και εγώ. Αν
έμπαινε κανείς μέσα θα νόμιζε ότι ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε τσόντα. Μελετήσαμε
τα καράβια, δε έβγαινε να έρθετε στο νησί, του άλλου του φαινόταν μακριά για
τρείς μέρες, εσυ είχες δουλειές, είπαμε να βρεθούμε μετά από δεκαπέντε μέρες,
σου έστειλα ένα μήνυμα ενδιάμεσα σου είπα έλα, δε μπορούσες, γύρισα, έφυγα για
αλλού, τις ρακιές δεν τις ήπιαμε ούτε σας απόλαυσα να τσακώνεστε σε κάποια παραλία του Πηλίου. Ειχαμε και
εκείνη την ιδέα, να κάνουμε διακοπές στο πλοίο τη γραμμής και ας μην υπάρχει
πια η Δημητρουλα. Ρακή στο κατάστρωμα, τοστάκι και αν κάποιος από εμάς έβλεπε
κάτι ενδιαφέρον να κατεβαίνει σε κάποιο λιμάνι, τότε θα κατεβαίναμε και οι
τρεις.
***
Ηρθες τη μέρα που
έφευγα από το νησί. Σου είπα που είναι η καβάντζα μου και ότι θα ξαναγυρίσω.
Σου γνώρισα και τους νέους μου φίλους. Δε γύρισα. Και μετά, είχα ξεχάσει πόσο
μεγάλη είναι η Κρήτη. Και βρέθηκα στην άλλη πλευρά, με λίγο χρόνο. Στη δική σου
πλευρά ήταν και η Λ. Και εκεί ήθελα να πάω. Σάλτσα ντε κόκο και σας έχασα και
τις δυό. Ομως μου έχει ξεμείνει ένα μπουκαλάκι ρακή που μου έδωσες στα γενέθλια
μου. Και βλέπω τώρα τις φωτογραφίες της Λ. Από αυτές τις παραλίες που γνώρισα
πριν δεκαπέντε χρόνια. Του χρόνου στο νησί σας.
***
Οταν μας άφησαν
μόνες στο σπίτι πανικοβλήθηκα. Μου είπαν να μην ανησυχώ ότι δε μπορείς να βγεις
από το πάρκο σου και ότι θα γυρίσουν σε μισή ώρα. Και εσύ έβαλες τα κλάματα και
ανέβηκα στο πατάρι και μου είπες να τηλεφωνήσω στη μαμά σου αλλά το κινητό μου
ήταν κάτω και φοβούμουν να σε αφήσω μόνη, σε έβγαλα από το πάρκο και έχασα
πέντε χρόνια από τη ζωή μου μέχρι να κατεβούμε τη σκάλα. Τα μεσημέρια ηθελες να
σου διαβάσω παραμύθι, αλλά εγω δε ξέρω να διαβάζω παραμύθια. Επεμενες και το
έκανα. Φέτος στο περίβολο της εκκλησίας μου έδειχνες κάτι πουρνάρια και μου
έλεγες κάτι για φάλαινες. Οταν έχεις κέφια με φωνάζεις με το ονομά μου. Αλλες
φορές με αγνοείς επιδεικτικά. Θα ερχόμουν σπίτι σου την Κυριακή όμως χρειάστηκε
να φύγεις.
***
Δεν ήρθα ούτε στο
σπίτι εκεί έξω από την Αθήνα, εκεί που γνωριστήκαμε πριν μπόλικα χρόνια. Οι
περισσότεροι τώρα με μωρά, αρκετοί στο εξωτερικό, κάποτε σε αυτό το σπίτι
ψήναμε αρνί εκτός Πασχα, και ένα άλλο βράδυ, ακούγαμε στο repeat το Killing me soflty. Ειδα τον έναν, μερικά βράδια νωρίτερα,
μετά τη Δονούσα και πριν τη Σύρο, σε ένα άδειο μπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή
τη φορά δε τσακωθήκαμε πολιτικά. Εκανε πολλή ζέστη για τέτοια. Πριν φύγουμε τον
ρώτησα κάτι που ήθελα να ρωτήσω εδώ και καιρό. Μας κέρασαν άλλο ένα ποτό. Το
ήξερα ότι αυτό θα μου έλεγε και όμως δεν τον άκουσα. Εσενα πάλι, πρόλαβα και σε
είδα ένα απόγευμα στο Νησί. Μόνο που στραμπούληξες το πόδι και μετά δε
μπορέσαμε να χορέψουμε. Αν δε αποφάσιζα να πάω στα βόρεια αρχές αυγούστου,
μερικές μέρες μετά, θα μιλούσαμε για άνδρες και γυναίκες στη μέση του πελάγους, θα φτιάχναμε
κανάτες κοκτέηλ με 10 καλαμάκια, σίγουρα κάποιο πρωί θα έλεγες «ηρθε το τέλος
μου» και εγώ θα έψαχνα τρόπο να σταθεροποιήσω την κατσαρόλα με τα ρεβύθια εν μέσω
7 μποφόρ.
Ρεβύθια λέω να
φτιάξω σήμερα. Στο Παρίσι δε φυσάει. Μπατίντα ντε κόκο χώρις τόκο.