13.8.12

Μπατίντα ή αλλιώς Το καλοκαίρι που Δεν

(όταν δεν υπάρχει Μπλάντυ Μαίρη υπάρχει Μπατίντα)

Ολο το χειμώνα το λέγαμε. Για την ακρίβεια από εκείνο το πρωινό, πέρυσι τέτοιες μέρες, που οδηγουσα το ξημερωμα από το Μαγγανάρη (ή όπως αλλιώς λέγεται) προς τον Εύδηλο και εσύ κοιμόσουν δίπλα. Και μετά μπήκα στο καράβι και είπα ότι θα ξανάρθω. Και δεν ήρθα γιατί με ρούφηξε το άλλο νησί. Και όταν πια ήταν σίγουρο ότι δε θα έρθω ούτε αυτό το καλοκαίρι, αρκέστηκα να σου πω «Θα είμαι όλη δική σου αυτό το χειμώνα στο Παρίσι» . Και όταν θα πιάσουν τα κρύα μπορεί να χορέψουμε ένα ικαριώτικο στα 30 τετραγωνικά, έτσι για να ζεσταθούμε.

Πήγες και εσύ εκεί, εσύ που ήθελα τόσο πολύ να βρεθούμε σε ένα καφενείο και όχι σε κάποιο μπαρ της Αθήνας ανάμεσα σε πρότζεκτ, διαδακτορικά και εκλογές. Οταν ετοιμαζόμουν να μπω στο καράβι για Κρήτη, το δικό σου καράβι ήταν δίπλα. Και για μια στιγμή, σκέφτηκα να αλλάξω προορισμό, να σου πω, Τσα, εδώ είμαι και εγώ. Στην άλλη Κρήτη, στην Κάννιγγος, μία εβδομάδα πριν, το σκεφτόμουν ακόμα. Και εσύ ήσουν τόσο χαρούμενη με την εκλογή σου που προσπάθησα επιμελώς να κρύψω τη δική μου μελαγχολία. Θα καθόμασταν στο καφενείο και θα μιλούσαμε για Ταύρους και Τοξότες, άντε και για Δίδυμους, και αφού τα λύναμε αυτά ίσως ξαναπιάμε το μέλλον των πόλεων.

***

Με σένα πάλι δεν είναι η πρώτη φορά. Φταις και εσύ φταίω και εγώ, σε μια παραλία δεν έχουμε βρεθει. Μου είπες "πάμε να αλητεύσουμε στην Μάνη", ήθελες να φύγουμε μετά από τρεις μέρες, μπορούσα να φύγω τώρα, πήρα το καράβι για αλλού. Γύρισα μετά από πέντε μέρες και μου είπες, έπρεπε να είχες έρθει μαζί μου. Πριν χρόνια προσπαθησα να έρθω να σε βρω στο Μεξικό, στη Μαδαγασκάρη, τώρα εσύ θέλεις να πας στη Σρι Λάνκα, κανείς όμως πλέον δε μπορεί. Καταφέραμε ομως τη Θεσσαλονίκη το νοέμβρη, εκεί που γνωριστήκαμε πριν σχεδόν είκοσι χρόνια. Αλητεύσαμε κουκουλωμένοι για να προστατευτούμε από το διαπεραστικό κρύο του βαρδάρη, αλλά ακόμα δε πετάξαμε τα ρούχα σε μια παραλία.

***

Ειχε 42 βαθμούς έξω όταν μου είπες να έρθω σπίτι σου να κανονίσουμε διακοπές. Ηρθε και ο άλλος. Νόμιζα ότι είχες δροσερή βεράντα, άντε ένα κλιματιστικό. Καθήσαμε και οι τρεις κάτω από τον ανεμιστήρα, εσείς βγάλατε τις μπλούζες, την έβγαλα και εγώ. Αν έμπαινε κανείς μέσα θα νόμιζε ότι ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε τσόντα. Μελετήσαμε τα καράβια, δε έβγαινε να έρθετε στο νησί, του άλλου του φαινόταν μακριά για τρείς μέρες, εσυ είχες δουλειές, είπαμε να βρεθούμε μετά από δεκαπέντε μέρες, σου έστειλα ένα μήνυμα ενδιάμεσα σου είπα έλα, δε μπορούσες, γύρισα, έφυγα για αλλού, τις ρακιές δεν τις ήπιαμε ούτε σας απόλαυσα να τσακώνεστε  σε κάποια παραλία του Πηλίου. Ειχαμε και εκείνη την ιδέα, να κάνουμε διακοπές στο πλοίο τη γραμμής και ας μην υπάρχει πια η Δημητρουλα. Ρακή στο κατάστρωμα, τοστάκι και αν κάποιος από εμάς έβλεπε κάτι ενδιαφέρον να κατεβαίνει σε κάποιο λιμάνι, τότε θα κατεβαίναμε και οι τρεις.

***
Ηρθες τη μέρα που έφευγα από το νησί. Σου είπα που είναι η καβάντζα μου και ότι θα ξαναγυρίσω. Σου γνώρισα και τους νέους μου φίλους. Δε γύρισα. Και μετά, είχα ξεχάσει πόσο μεγάλη είναι η Κρήτη. Και βρέθηκα στην άλλη πλευρά, με λίγο χρόνο. Στη δική σου πλευρά ήταν και η Λ. Και εκεί ήθελα να πάω. Σάλτσα ντε κόκο και σας έχασα και τις δυό. Ομως μου έχει ξεμείνει ένα μπουκαλάκι ρακή που μου έδωσες στα γενέθλια μου. Και βλέπω τώρα τις φωτογραφίες της Λ. Από αυτές τις παραλίες που γνώρισα πριν δεκαπέντε χρόνια. Του χρόνου στο νησί σας.

***
Οταν μας άφησαν μόνες στο σπίτι πανικοβλήθηκα. Μου είπαν να μην ανησυχώ ότι δε μπορείς να βγεις από το πάρκο σου και ότι θα γυρίσουν σε μισή ώρα. Και εσύ έβαλες τα κλάματα και ανέβηκα στο πατάρι και μου είπες να τηλεφωνήσω στη μαμά σου αλλά το κινητό μου ήταν κάτω και φοβούμουν να σε αφήσω μόνη, σε έβγαλα από το πάρκο και έχασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου μέχρι να κατεβούμε τη σκάλα. Τα μεσημέρια ηθελες να σου διαβάσω παραμύθι, αλλά εγω δε ξέρω να διαβάζω παραμύθια. Επεμενες και το έκανα. Φέτος στο περίβολο της εκκλησίας μου έδειχνες κάτι πουρνάρια και μου έλεγες κάτι για φάλαινες. Οταν έχεις κέφια με φωνάζεις με το ονομά μου. Αλλες φορές με αγνοείς επιδεικτικά. Θα ερχόμουν σπίτι σου την Κυριακή όμως χρειάστηκε να φύγεις. 

***
Δεν ήρθα ούτε στο σπίτι εκεί έξω από την Αθήνα, εκεί που γνωριστήκαμε πριν μπόλικα χρόνια. Οι περισσότεροι τώρα με μωρά, αρκετοί στο εξωτερικό, κάποτε σε αυτό το σπίτι ψήναμε αρνί εκτός Πασχα, και ένα άλλο βράδυ, ακούγαμε στο repeat το Killing me soflty. Ειδα τον έναν, μερικά βράδια νωρίτερα, μετά τη Δονούσα και πριν τη Σύρο, σε ένα άδειο μπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή τη φορά δε τσακωθήκαμε πολιτικά. Εκανε πολλή ζέστη για τέτοια. Πριν φύγουμε τον ρώτησα κάτι που ήθελα να ρωτήσω εδώ και καιρό. Μας κέρασαν άλλο ένα ποτό. Το ήξερα ότι αυτό θα μου έλεγε και όμως δεν τον άκουσα. Εσενα πάλι, πρόλαβα και σε είδα ένα απόγευμα στο Νησί. Μόνο που στραμπούληξες το πόδι και μετά δε μπορέσαμε να χορέψουμε. Αν δε αποφάσιζα να πάω στα βόρεια αρχές αυγούστου, μερικές μέρες μετά, θα μιλούσαμε για άνδρες και γυναίκες στη μέση του πελάγους, θα φτιάχναμε κανάτες κοκτέηλ με 10 καλαμάκια, σίγουρα κάποιο πρωί θα έλεγες «ηρθε το τέλος μου» και εγώ θα έψαχνα τρόπο να σταθεροποιήσω την κατσαρόλα με τα ρεβύθια εν μέσω 7 μποφόρ.



Ρεβύθια λέω να φτιάξω σήμερα. Στο Παρίσι δε φυσάει. Μπατίντα ντε κόκο χώρις τόκο.

12.8.12

Μπλάντυ Μαίρη

Μεσημέρι, αρχές Αυγουστου, Σάββατο, στο κέντρο της Αθήνας. Ενα καφέ με ιντερνετ και μπρίζα. Να μην πάω στη Καρύτση, θα έχει κόσμο. Πάω όμως. Μόνο δυο –τρεις παρέες, κορίτσια κυρίως. Δύο παππουδες παίζουν ρεμπετικα και αστα τα μαλλάκια σου. Τωρα που οι θαμώνες έφυγαν για τα νησια, επανακατακτουν το χώρο τους. Κατά καιρούς περνάνε και άλλα κορίτσια, τελευταία μάλλον ψώνια πριν τις διακοπες. Στην άδεια πλατεία, γελάς που αποφάσισα να καθήσω εδώ και μου λες ότι έπρεπε να έιχα έρθει μαζί σου. Το ξέρεις ότι με πονάει αλλά μου το λες. Γνωριζόμαστε δεκαπέντε χρόνια αλλά ίσως να μην έχουμε βρεθεί πάνω από δεκαπέντε φορές. Μου λες να πω ένα «άντε στο διάολο», σου λέω ότι οι μοναχικοί τυχοδιώκτες, απομονωμένοι άνδρες είναι γοητευτικοί, οι γυναίκες όμως όχι. Μου ξαναλές ότι έπρεπε να είχα έρθει μαζί σου. Σου λέω πρέπει να φύγω, με περιμένουν λίγο παρακάτω. Και αν είσια τυχερός ξεκίνα πάλι. Μου το έστειλες το φθνόπωρο, έχει λάθος ο στίχος σου λέω τώρα.





***
Στη Πραξιτέλους δεν υπάρχει άνρθωπος. Στην Αμπαριζα μόνο, λιγοστοι πελάτες κάνουν σχέδια διακοπών, νωχελικά, οι κινήσεις τους περιορίζονται στο ελάχιστο. Καπνοι βγαίνουν από το δίπλα μπαλκόνι, οι τουρίστες βρίσκουν επιτέλους κάτι ενδιαφέρον, η πυροσβεστική έρχεται μέσα σε τρία λεπτά, κάτι χαρτόνια πήραν μόνα τους φωτιά (;). Να με πας κάπου να κλάψω. Εννοεις να σε πάω κάπου για να μη κλάψεις; Όχι, να με πας κάπου να κλάψω. Θα σε πάω στην αυλη σου για να μη κλάψεις.

Στην αυλή στο Κουκάκι δεν ακούγεται τίποτα. Δύο άνθρωποι μελετούν χάρτες των αρχών του 19ου αιώνα για την Κωνσταντινούπολη. Ζεις στο αναμεσα μου λες. Μια εβδομάδα πριν ένας άλλος φίλος μου είπε να μην αρκούμαι σε ημιμετρα, σου λέω. Ειμαι χαρούμενος για τη δουλεια μου λες και εγώ δε σου λέω πόσο χαρούμενη νιώθω μαζί σου σε αυτή την αυλή. Οπως ήμουν και πριν τρεις εβδομάδες που έιμαστε και οι τρεις εδώ. Και εκείνο το πρωινό στη Σιφνο που καθόσασταν κολλητα με τον καλό σου στο πεζούλι στη βεράντα γιατί εγώ είχα βάλει τη ξαπλώστρα μες τη μέση και παρίστανα την ωραία κοιμωμένη ονειρευόμενη το φετεινό καλοκαίρι. 

***

Ρακή ή μπλάντυ μαίρη; Ρακή για αρχή. Στην πλατεία Μερκούρη έχει κόσμο. Αυτές τις μέρες, μόνο στα Πετράλωνα και το Κουκάκι έχω δει κόσμο. Μου λες νέα από το Νησί καιμε ρωτάς γιατί δε ξαναγύρισα. Τι να σου πω τώρα; Η καινούργια φίλη του Νταβίντ, ενθουσιάστηκε με το Νησί. Δε το περιμέναμε. Και αυτός χαμογελάει ακόμα και από τα αυτιά. Κατερίνα ήθελε, Κατριν του έλαχε, κάποια στιγμή να του πω ότι για καλό έγινα όλα αυτά. Ηρθες μετα και εσυ, που σε γνώρισα στο Νησί, μου εφτιαξες καφέ, μου έδωσες την αιώρα σου να κοιμάμαι, μου έδωσες και τη ζάχαρη που φύλαγες σα φυλαχτό. Με πήγες παραπέρα, στο μπαρ της αδεφη΄ς του φίλου μου, της είπα ότι αυτή φταεί για αυτόν, γέλασε, της είπα θα σου πω άλλη φορά. Το είπα στον αδερφό της μερικές μέρες μετά και επιτέλους ξαναγελάσαμε όπως παλιά, δυο χρόνια τώρα δε γελούσαμε. 

***

Σε περιμένω σε ένα παγκάκι στην Αιόλου. Δε περνάει ψυχή. Το μπλάντυ μαίρη είναι ιδανικό για τη ζέστη. Μου λες τι είχες σκεφτεί τότε. Τότε που με τον φίλο δε γελούσαμε. Μου λες παλι τα ίδια έκανες αλλα αυτή τη φορά, λέμε λάθος και ας μάθουμε από αυτό. Ερχονται δύο φίλοι. Πριν πάνω από δέκα χρόνια, εσυ εγώ, ο τωρινός σου άνδρας – και ας μην ήταν από τότε- και ένας από αυτούς γυρίζαμε με δύο μηχανάκια την Αστυπάλαια. Τσακώνεστε με τον καλό σου για τα σεντόνια που αγόρασες. Ο άλλος εχει αφήσει τη γυναίκα με τα δύο παιδιά σπίτι και ανησυχεί ότι θα του κάνει βουντού. Ο τρίτος πίνει φρέντο και οι φίλοι τον χλευάζουν λέγοντας ότι ο χωρισμένος πίνει φρέντο. Και η ελέυθερη πίνει μπλάντυ μαίρη. Που γνωρίζεστε εσεις; Σε ένα πάρτυ στο Λονδίνο. Να πίνεις μπλάντυ μαίρη στην άδεια Αθήνα, να κάνεις σχέδια διακοπών που δε θα πας, ή να συμβουλεύεις άλλους, μπορεί και αυτό να είναι διακοπές. Δε θέλω να με πας κάπου να κλάψω. Θέλω να κάτσουμε σε αυτό το τραπεζάκι μέχρι να βραδιάσει.
 ***
Επρεπε να είχες έρθει μαζί μου. Μη μου το ξαναπείς. Το Τζοκερς έχει κάτι από Κουβα μου λες. Σίγουρα έχει αιρ κοντίσιον. Δε είσαι κομμάτι της καθημερινότητας μου, ούτε εδώ , ούτε εκεί, αλλά καταλαβαίνεις ο,τι σου λέω. Και εγώ. Χρειάζεται απλά να ακους και να παρατηρείς τον άλλο σου λέω και μετά τα καταλαβαίνεις όλα. Υπάρχει κάτι που αν το είχες θα ήσουν ήσυχη, ή πάντα θα υπάρχει η ανησυχία. Το δέυτερο. Και άλλο ένα μπλάντυ μαίρη. Να μείνουμε εδώ και να κάνουμε σχέδια διακοπών. Η μόνη γυναίκα που ξέρω που έχει αυτά που ψάχνω, είσαι εσύ. Λες; Σου χαμογελάω και σου λέω που να πας διακοπές. Πιο μακριά μου λες. Σου έχει κολλήσει  Σρι Λάνκα. Σου λέω ότι η Αθήνα είναι πανέμορφη. Μου λες ότι δε θα υπάρχει σε λίγο καιρό. Το σκέφτομαι αυτό όταν την επομένη το αεροπλάνο απογειώνεται. Και αν όταν γυρίσω όντως δεν υπάρχει η Αθήνα; Ειναι απόγευμα, είναι ώρα για μπλάντυ μαίρη, μόνο που τα μπλάντυ μαίρη πίνονται με παρέα. 

  

Η μία είναι στο Παρίσι και η αλλη στο Συδνευ. Ειναι λίγο πριν το δεκαπεντάυγουστο. Η μία πήγε στο Νησι αλλά για λίγο, ή αλλη δε πήγε. Ισως ξαναβρεθούν στην Αθήνα το επόμενο καλοκαίρι. Αυτά τα χριστούγεννα, ανήμερα, δε θα ψάξουν να βρουν ανοιχτό μπαρ για μπλάντυ μαίρη. Η μία θα είναι στο Συδνευ και η άλλη δε ξέρει. Η άλλη είναι στο Βουκουρέστι, η άλλη στη φοινικούντα, η άλλη στη Σίφνο, ή άλλη στην Ικαρία. Και τα αγόρια κάπου στο Αιγαίο. Κάποια καλοκαίρια πριν, δεκαπεντάυγουστο, σε ένα άλλο σπίτι στο κουκάκι, χωρίς κλιματιστικό η μία έψαχνε τρόπο να διακτινιστεί στην Τήλο. Ενα εικοσιτετράωρο πέρασαν σε εκείνο το διαμέρισμα-φούρνο και δεν είχαν μπλάντυ μαίρη. Το επόμενο καλοκαίρι πέρασαν εφτά οχτώ ώρες κάτω από μια τέντα που σκιζόταν σιγά σιγά πίνοντας τη τελευταία ζεστή ρακή παρέα με το τελευταίο σκουμπρι περιμένοντας τις προμήθειες να έρθουν. Δε πρόλαβα φέτος να δοκιμάσω την ιδεα « ζεστό μπλάντυ μαίρη με ρακή». Για τα απογεύματα όμως, αντε για τα πρωινά, πότε το βράδυ.

(Κυρίως για την Π. που έχασα αυτό το καλοκαίρι και καταλαβαίνει από μπλάντυ μαίρη. Και τη Μαίρη βεβαίως βεβαίως.)