12.8.12

Μπλάντυ Μαίρη

Μεσημέρι, αρχές Αυγουστου, Σάββατο, στο κέντρο της Αθήνας. Ενα καφέ με ιντερνετ και μπρίζα. Να μην πάω στη Καρύτση, θα έχει κόσμο. Πάω όμως. Μόνο δυο –τρεις παρέες, κορίτσια κυρίως. Δύο παππουδες παίζουν ρεμπετικα και αστα τα μαλλάκια σου. Τωρα που οι θαμώνες έφυγαν για τα νησια, επανακατακτουν το χώρο τους. Κατά καιρούς περνάνε και άλλα κορίτσια, τελευταία μάλλον ψώνια πριν τις διακοπες. Στην άδεια πλατεία, γελάς που αποφάσισα να καθήσω εδώ και μου λες ότι έπρεπε να έιχα έρθει μαζί σου. Το ξέρεις ότι με πονάει αλλά μου το λες. Γνωριζόμαστε δεκαπέντε χρόνια αλλά ίσως να μην έχουμε βρεθεί πάνω από δεκαπέντε φορές. Μου λες να πω ένα «άντε στο διάολο», σου λέω ότι οι μοναχικοί τυχοδιώκτες, απομονωμένοι άνδρες είναι γοητευτικοί, οι γυναίκες όμως όχι. Μου ξαναλές ότι έπρεπε να είχα έρθει μαζί σου. Σου λέω πρέπει να φύγω, με περιμένουν λίγο παρακάτω. Και αν είσια τυχερός ξεκίνα πάλι. Μου το έστειλες το φθνόπωρο, έχει λάθος ο στίχος σου λέω τώρα.





***
Στη Πραξιτέλους δεν υπάρχει άνρθωπος. Στην Αμπαριζα μόνο, λιγοστοι πελάτες κάνουν σχέδια διακοπών, νωχελικά, οι κινήσεις τους περιορίζονται στο ελάχιστο. Καπνοι βγαίνουν από το δίπλα μπαλκόνι, οι τουρίστες βρίσκουν επιτέλους κάτι ενδιαφέρον, η πυροσβεστική έρχεται μέσα σε τρία λεπτά, κάτι χαρτόνια πήραν μόνα τους φωτιά (;). Να με πας κάπου να κλάψω. Εννοεις να σε πάω κάπου για να μη κλάψεις; Όχι, να με πας κάπου να κλάψω. Θα σε πάω στην αυλη σου για να μη κλάψεις.

Στην αυλή στο Κουκάκι δεν ακούγεται τίποτα. Δύο άνθρωποι μελετούν χάρτες των αρχών του 19ου αιώνα για την Κωνσταντινούπολη. Ζεις στο αναμεσα μου λες. Μια εβδομάδα πριν ένας άλλος φίλος μου είπε να μην αρκούμαι σε ημιμετρα, σου λέω. Ειμαι χαρούμενος για τη δουλεια μου λες και εγώ δε σου λέω πόσο χαρούμενη νιώθω μαζί σου σε αυτή την αυλή. Οπως ήμουν και πριν τρεις εβδομάδες που έιμαστε και οι τρεις εδώ. Και εκείνο το πρωινό στη Σιφνο που καθόσασταν κολλητα με τον καλό σου στο πεζούλι στη βεράντα γιατί εγώ είχα βάλει τη ξαπλώστρα μες τη μέση και παρίστανα την ωραία κοιμωμένη ονειρευόμενη το φετεινό καλοκαίρι. 

***

Ρακή ή μπλάντυ μαίρη; Ρακή για αρχή. Στην πλατεία Μερκούρη έχει κόσμο. Αυτές τις μέρες, μόνο στα Πετράλωνα και το Κουκάκι έχω δει κόσμο. Μου λες νέα από το Νησί καιμε ρωτάς γιατί δε ξαναγύρισα. Τι να σου πω τώρα; Η καινούργια φίλη του Νταβίντ, ενθουσιάστηκε με το Νησί. Δε το περιμέναμε. Και αυτός χαμογελάει ακόμα και από τα αυτιά. Κατερίνα ήθελε, Κατριν του έλαχε, κάποια στιγμή να του πω ότι για καλό έγινα όλα αυτά. Ηρθες μετα και εσυ, που σε γνώρισα στο Νησί, μου εφτιαξες καφέ, μου έδωσες την αιώρα σου να κοιμάμαι, μου έδωσες και τη ζάχαρη που φύλαγες σα φυλαχτό. Με πήγες παραπέρα, στο μπαρ της αδεφη΄ς του φίλου μου, της είπα ότι αυτή φταεί για αυτόν, γέλασε, της είπα θα σου πω άλλη φορά. Το είπα στον αδερφό της μερικές μέρες μετά και επιτέλους ξαναγελάσαμε όπως παλιά, δυο χρόνια τώρα δε γελούσαμε. 

***

Σε περιμένω σε ένα παγκάκι στην Αιόλου. Δε περνάει ψυχή. Το μπλάντυ μαίρη είναι ιδανικό για τη ζέστη. Μου λες τι είχες σκεφτεί τότε. Τότε που με τον φίλο δε γελούσαμε. Μου λες παλι τα ίδια έκανες αλλα αυτή τη φορά, λέμε λάθος και ας μάθουμε από αυτό. Ερχονται δύο φίλοι. Πριν πάνω από δέκα χρόνια, εσυ εγώ, ο τωρινός σου άνδρας – και ας μην ήταν από τότε- και ένας από αυτούς γυρίζαμε με δύο μηχανάκια την Αστυπάλαια. Τσακώνεστε με τον καλό σου για τα σεντόνια που αγόρασες. Ο άλλος εχει αφήσει τη γυναίκα με τα δύο παιδιά σπίτι και ανησυχεί ότι θα του κάνει βουντού. Ο τρίτος πίνει φρέντο και οι φίλοι τον χλευάζουν λέγοντας ότι ο χωρισμένος πίνει φρέντο. Και η ελέυθερη πίνει μπλάντυ μαίρη. Που γνωρίζεστε εσεις; Σε ένα πάρτυ στο Λονδίνο. Να πίνεις μπλάντυ μαίρη στην άδεια Αθήνα, να κάνεις σχέδια διακοπών που δε θα πας, ή να συμβουλεύεις άλλους, μπορεί και αυτό να είναι διακοπές. Δε θέλω να με πας κάπου να κλάψω. Θέλω να κάτσουμε σε αυτό το τραπεζάκι μέχρι να βραδιάσει.
 ***
Επρεπε να είχες έρθει μαζί μου. Μη μου το ξαναπείς. Το Τζοκερς έχει κάτι από Κουβα μου λες. Σίγουρα έχει αιρ κοντίσιον. Δε είσαι κομμάτι της καθημερινότητας μου, ούτε εδώ , ούτε εκεί, αλλά καταλαβαίνεις ο,τι σου λέω. Και εγώ. Χρειάζεται απλά να ακους και να παρατηρείς τον άλλο σου λέω και μετά τα καταλαβαίνεις όλα. Υπάρχει κάτι που αν το είχες θα ήσουν ήσυχη, ή πάντα θα υπάρχει η ανησυχία. Το δέυτερο. Και άλλο ένα μπλάντυ μαίρη. Να μείνουμε εδώ και να κάνουμε σχέδια διακοπών. Η μόνη γυναίκα που ξέρω που έχει αυτά που ψάχνω, είσαι εσύ. Λες; Σου χαμογελάω και σου λέω που να πας διακοπές. Πιο μακριά μου λες. Σου έχει κολλήσει  Σρι Λάνκα. Σου λέω ότι η Αθήνα είναι πανέμορφη. Μου λες ότι δε θα υπάρχει σε λίγο καιρό. Το σκέφτομαι αυτό όταν την επομένη το αεροπλάνο απογειώνεται. Και αν όταν γυρίσω όντως δεν υπάρχει η Αθήνα; Ειναι απόγευμα, είναι ώρα για μπλάντυ μαίρη, μόνο που τα μπλάντυ μαίρη πίνονται με παρέα. 

  

Η μία είναι στο Παρίσι και η αλλη στο Συδνευ. Ειναι λίγο πριν το δεκαπεντάυγουστο. Η μία πήγε στο Νησι αλλά για λίγο, ή αλλη δε πήγε. Ισως ξαναβρεθούν στην Αθήνα το επόμενο καλοκαίρι. Αυτά τα χριστούγεννα, ανήμερα, δε θα ψάξουν να βρουν ανοιχτό μπαρ για μπλάντυ μαίρη. Η μία θα είναι στο Συδνευ και η άλλη δε ξέρει. Η άλλη είναι στο Βουκουρέστι, η άλλη στη φοινικούντα, η άλλη στη Σίφνο, ή άλλη στην Ικαρία. Και τα αγόρια κάπου στο Αιγαίο. Κάποια καλοκαίρια πριν, δεκαπεντάυγουστο, σε ένα άλλο σπίτι στο κουκάκι, χωρίς κλιματιστικό η μία έψαχνε τρόπο να διακτινιστεί στην Τήλο. Ενα εικοσιτετράωρο πέρασαν σε εκείνο το διαμέρισμα-φούρνο και δεν είχαν μπλάντυ μαίρη. Το επόμενο καλοκαίρι πέρασαν εφτά οχτώ ώρες κάτω από μια τέντα που σκιζόταν σιγά σιγά πίνοντας τη τελευταία ζεστή ρακή παρέα με το τελευταίο σκουμπρι περιμένοντας τις προμήθειες να έρθουν. Δε πρόλαβα φέτος να δοκιμάσω την ιδεα « ζεστό μπλάντυ μαίρη με ρακή». Για τα απογεύματα όμως, αντε για τα πρωινά, πότε το βράδυ.

(Κυρίως για την Π. που έχασα αυτό το καλοκαίρι και καταλαβαίνει από μπλάντυ μαίρη. Και τη Μαίρη βεβαίως βεβαίως.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: